- βοητύς
- βοητύς, das Schreien, das Geschrei
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
βοητύς — ( ύος), η (Α) [βοώ] η βόησις* … Dictionary of Greek
βοητύς — βοητύ̱ς , βοητύς fem acc pl βοητύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
εδητύς — ἐδητύς, η (Α) φαγητὸ. [ΕΤΥΜΟΛ. < έδω*. Η λ. μαρτυρείται μόνο στη γενική και κυρίως στην πολύ συνήθη ομηρική φράση: «πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο». Η προέλευση του η στον τ. είναι αβέβαιη. Πιθ. η λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα αγορητύς,… … Dictionary of Greek